ολοστόλιστος

ολοστόλιστος
-η, -ο
ο ολότελα στολισμένος, καταστόλιστος: Μπήκαμε στην ολοστόλιστη αίθουσα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ολοστόλιστος — η, ο ο πολύ στολισμένος, καταστόλιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + στολίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Γ. Τερτσέτη] …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”